ἐναπόλειψις

ἐναπόλειψις
ἐναπόλειψις
leaving
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εναπόλειψη — η (Α ἐναπόλειψις) νεοελλ. απόθεση σ έναν τόπο, εναπόθεση αρχ. η δημιουργία κενών διαστημάτων σ έναν τόπο …   Dictionary of Greek

  • ἐναπολείψεως — ἐναπολείψεω̆ς , ἐναπόλειψις leaving fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”